- στικτόπους
- στικτόπους, ουν, gen. ποδος,A with spotted feet,
ἔλαφοι Opp.C.1.307
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἔλαφοι Opp.C.1.307
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στικτόπους — ουν, γεν. στικτόποδος, Α αυτός που έχει στικτά πόδια («στικτόποδες ἔλαφοι», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στικτός + πούς, ποδός] … Dictionary of Greek